εξαγγόνι
(ουσ. ουδ.)
'ξανgόνι
[ksaŋˈgoni]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. εξ- και το ουσ. εγγόνι, όπου και τύπ. ανgόνι, κατά το αδελφός - εξάδελφος.
Δισέγγονο