εξαφτέρυγα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
'ξαφτέρυγα
[ksaˈfteriɣa]
Ανακ.
'ξαπτέρυ'α
[ksaˈpteria]
Μαλακ., Σεμέντρ.
'ξαφτέρυ'α
[ksaˈfteria]
Αραβ.
'ξεφτέρυα
[kseˈfteria]
Σίλ.
Μεσγν. ουσ. ἑξαπτέρυγον (= το θεϊκό ον Σεραφείμ), το οπ. από ουσιαστικοπ. του μεταγν. επίθ. ἑξαπτέρυγος.
Ιερατικά εμβλήματα, εξαπτέρυγα
ό.π.τ.
:
Πήγε παπάς με τα 'ξαφτέρυγα και παιδιά αντίκρυ τ’ και διέβασαν το σ’ Αγία Μαρίνα
(Πήγε ο παπάς με τα εξαπτέρυγα και τα παιδιά απέναντί του και της (ενν. μιας γυναίκας) διάβασαν την ευχή στην Αγία Μαρίνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Όλο το χωριό πααίνισκαμ’ στο Ιρμάκ· Μπροστά πααίνισκε ο παπάς με τους ψαλτάδες, τα 'ξαφτέρυ'α και πίσω όλος ο κόσμος
(Όλο το χωριό πηγαίναμε στο ποτάμι· μπροστά πήγαινε ο παπάς με τους ψάλτες, τα εξαπτέρυγα, και πίσω όλος ο κόσμος)
Αραβ.
-Νίγδελ.Λ.