ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έντεκα (αριθμ.) ένdεκα [ˈendeka] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. ένdικα [ˈendika] Μισθ., Τσαρικ. γένdεκα [ˈʝendeka] Σίλ. Από το αρχ. αριθμητ. ἕνδεκα.
1. Ως απόλυτο αριθμητ., δηλώνει σύνολο από 11 μονάδες ό.π.τ. : Ένdικα χρονώ (Έντεκα χρονών) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ζουλεύει ένdεκα μήνες (Δουλεύει έντεκα μήνες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σαν σήμερα έχ' δέκα χρόνια· τι λέγω, γιόμωσεν τα δέκα κι έκλωσεν στα ένdεκα (Σαν σήμερα πάνε δέκα χρόνια· τι λέω, έκλεισαν τα δέκα και μπήκαμε στα έντεκα) Τελμ. -Τακαδόπ.
2. Για την δήλωση ημερομηνίας, αντί τακτικού Φάρασ. : Σου Απρίλη τα ένdεκα-δώδεκα ποίκανε οι Τούρτζ̑οι χουdζούκι (Στις 11 ή 12 Απριλίου έκαναν οι Τούρκοι επίθεση) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Για την δήλωση της ώρας Μισθ. : Γένη η ώρα ντέκα, ένdικα, ντεν ήρθαν, παρέμαν (Έγινε η ώρα δέκα, έντεκα, δεν ήρθαν, γύρισαν σπίτι ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ