κιοτού
(επίθ.)
κιοτούς
[coˈtus]
Σίλ.
κ͑ιοτού
[cʰioˈtu]
Αραβαν., Σίλ.
κ͑οτί
[kʰoˈti]
Ανακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
κιοτ͑ι̂́
[coˈtʰɯ]
Σίλ.
κ͑ιοτί
[cʰoˈti]
Δίλ.
qουτί
[quˈti]
Ποτάμ., Φλογ.
Πληθ.
κӧτία
[køˈtia]
Γούρδ., Φάρασ.
κΰτια
[ˈcytça]
Σίλατ., Σίλ.
κ͑οτιά
[kʰoˈtça]
Δίλ.
Θηλ.
κ͑ιοτούσα
[cʰoˈtusa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. kötü (< αρμεν. koti = ψώρα) = α) κακός, αισχρός β), ως διαλεκτ. σημ., αδύναμος, ανεπαρκής, όπου και διαλεκτ. τύπ. köti.
1. Κακός, επιβλαβής
Ανακ., Δίλ., Φλογ.
:
Πήρεν ένα σ̑ισ̑έ νερό αμπεgεί σο καλό ντο τσ̑εσ̑μέ, κι ένα σ̑ισ̑έ πήρεν αbεgεί σο qουτί το τσ̑εσ̑μέ
(Πήρε ένα μπουκάλι νερό από το καλό το πηγάδι, κι ένα μπουκάλι από το κακό το πηγάδι)
Φλογ.
-Dawk.
Κιοτ͑ού άρτουπους
(Κακός άνθρωπος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πολύ μιά κ͑ιοτούσα ναίκα 'ναι
(Είναι μιά πολύ κακιά γυναίκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Mη φκιάετε κ͑οτιά έργατα
(Μην κάνετε κακές δουλειές)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Σο χωριό μας κειότου κι ένα κοτί ατέτ': νύχτα ως σο να φωτίζ̑' παίγισκαν χαρτιά με τα παράδια, qομάρ', με τα κότσιλα
(Στο χωριό μας υπήρχε και μιά κακή συνήθεια: τη νύχτα ως που να ξημερώσει έπαιζαν χαρτιά με χρήματα, τζόγο, με τα κότσια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Να σε φάε κ͑οτί γιαρά
(Να σε φάει η κακιά πληγή˙ αρά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να βγάλεις τα qουτιά τα γιαράδια
(Να βγάλεις το κακό σπυρί, άνθρακα˙ το ίδιο)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
Πήρε το κιοτού το στράτα
(Πήρε τον κακό το δρόμο˙ εξέπεσε ηθικώς)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 638
Κιοτ͑ι̂́ μαν'τ͑άρι
(Κακό μανιτάρι˙ δηλητηριώδες μανιτάρι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Κακός, δυσχερής, με πολλά προβλήματα
Δίλ., Σίλ., Σινασσ.
:
Πολύ κ͑ιοτού κακοψ̑ύσ̑ημα ήτου
(ήταν πολύ κακή εγκυμοσύνη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα σ̑έρια μ' είν' κοτιά αδαρά
(Τα χέρια μου είναι λερωμένα τώρα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Φέτο κ͑ιοτί χρονιά νά 'χωμε
(Φέτος θα έχουμε μιά κακή χρονιά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
3. Βρώμικος
Σινασσ.
:
Τα σ̑έρια μ' είν' κοτιά αδαρά
(Τα χέρια μου είναι βρώμικα τώρα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
κιρλί, μποκλούς, μπουλασίκ, πίσι
4. Ελλιπής, λειψός
Σίλατ.
:
Απού αργάς ήρταν ντα εφτά τα αθρώπ΄, και τράν’σανε τα γεμέκια τ'νε, ήτανdε κΰτια
(αργά ήρθαν οι επτά άνθρωποι και κοίταξαν τα φαγητά τους και είδαν ότι ήταν λειψά)
Σίλατ.
-Dawk.
Συνών.
άσωστος, εξίκι, εξικλής, τσουρούκικος
5. Για τρόφιμο, χαλασμένος
Γούρδ., Φάρασ.
:
Έdωκάν ντο ένα πολλά σταφίρες να τα πλύν’· τα καλά επέτανέν ντα, και τα κӧτία βαήνεν ντα
(Της έδωσαν πολλές σταφίδες να τις πλύνει· τις καλές τις πετούσε και άφηνες τις χαλασμένες)
Γούρδ.
-Dawk.
Συνών.
πίσι