ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουλασίκ (επίθ.) μπουλασι̂́κ [bulaˈsɯk ] Μαλακ., Τροχ. πουλασ̑ίχ̇ι [pulaˈʃɯxɯ] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. bulaşık = α) βρώμικος β) ενοχλητικός, όπου και διαλεκτ. τύπ. bulaşıh.
1. Βρώμικος, ρυπαρός, άπλυτος ό.π.τ. Συνών. βρωμιάρης, κιοτού, κιρλί, μποκλούς, ρυπωριέρης
2. Για άνθρωπο, ενοχλητικός Μαλακ., Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 11/04/2025