μπουλασίκ
(επίθ.)
μπουλασι̂́κ
[bulaˈsɯk ]
Μαλακ., Τροχ.
πουλασ̑ίχ̇ι
[pulaˈʃɯxɯ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. bulaşık = α) βρώμικος β) ενοχλητικός, όπου και διαλεκτ. τύπ. bulaşıh.
2. Για άνθρωπο, ενοχλητικός
Μαλακ., Τροχ.
Συνών.
πίσι