ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουλανίκ (επίθ.) μπουλανίκ [bulaˈnɯk] Αραβαν., Ουλαγ. μπουλανίχ [bulaˈnix] Σίλ. μπουλανούχ [bulaˈnux] Μισθ. πουλανίχ̇ι [pulaˈnixi] Φάρασ. πουλανέχ [pulaˈnex] Φλογ. Από το τουρκ. επίθ. bulanık = θολός, συννεφιασμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. bulanıh / bulanuh.
1. Θαμπός, θολός ό.π.τ. : Το νερό καταβαίν’ ασ’ απάνορτα πουλανι̂́χ (Το νερό κατεβαίνει από τα ψηλά θολό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Συννεφιασμένος ή ομιχλώδης Μισθ., Τσελτ. : Σήμερα είναι μπουλανι̂́χ μέρα, δε φάνηκαν τ’ άστερες (Σήμερα είναι συννεφιασμένη μέρα, δεν φάνηκαν τα αστέρια) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ37 Σαγάτ’ ντεν είχα να ρανήσου τι σαγάτ’ νι, αν βρανιάσι, αχτσ̑ά μπουλανούχ μέρα (Ρολόι δεν είχα να δω τι ώρα είναι, αν βράδυασε, τόσο συννεφιασμένη μέρα (που ήταν)) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Σκοτεινός Μισθ.