μπουλμάς
(ουσ. αρσ.)
μπουλμάς
[bulˈmas]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. bulma = εύρεση, ανεύρεση.
Εύρετρα, βρετίκια
:
Νόμας το μπουλμάς να σε τα δώσω
(Δώσε μου τα εύρετρα για να σου το δώσω)
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β