μπουμπάρι
(ουσ. ουδ.)
μπουμπάρι
[buʹbari]
Σίλ.
μιμπάρα
[mimʹbara]
Φλογ.
Πληθ.
μπιμπάρια
[biʹbarʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. bumbar ή mumbar (< περσ. mubar) = α) έντερο β) ειδικότ. φαγητό από έντερο προβάτου ή κατσικιού με ρύζι ή πλιγούρι, μπουμπάρι. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Στον πληθ., έντερα ζώων
ό.π.τ.
2. Μπουμπάρι, μεγάλο στριφτό λουκάνικο από εντόσθια γεμιστά με συκωταριά, ρύζι και μυρωδικά, σαν γαρδούμπα
ό.π.τ.