ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουμπάρι (ουσ. ουδ.) μπουμπάρι [buʹbari] Σίλ. μιμπάρα [mimʹbara] Φλογ. Πληθ. μπιμπάρια [biʹbarʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. bumbar ή mumbar (< περσ. mubar) = α) έντερο β) ειδικότ. φαγητό από έντερο προβάτου ή κατσικιού με ρύζι ή πλιγούρι, μπουμπάρι. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Στον πληθ., έντερα ζώων ό.π.τ.
2. Μπουμπάρι, μεγάλο στριφτό λουκάνικο από εντόσθια γεμιστά με συκωταριά, ρύζι και μυρωδικά, σαν γαρδούμπα ό.π.τ.