μπουναμούς
(επίθμ.)
Πληθ.
μπουναμούσ̑α
[bunaˈmuʃa]
Σινασσ.
Από το ρ. επίθ. bunamış = γεροντικός, ξεμωραμένος.
Πβ.
μπουναντίζω
Ηλικιωμένος, ξεμωραμένος
Τροποποιήθηκε: 22/06/2025