μπουλούντημα
(ουσ. ουδ.)
μπουλούνdζ̑ημα
[bulunˈdʒima]
Σίλ.
Από το θ. μπουλουντη- του ρ. μπουλουντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Παρουσία
Σίλ.
2. Συμπεριφορά
Σίλ.
:
Μπουλούνdζ̑ημα μι 'ναι αυτό;
(Μα είναι συμπεριφορά αυτή;)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6