μπουκώνω
(ρ.)
μπουκώνω
[buˈkono]
Γούρδ.
πουκώνω
[puˈkono]
Σινασσ.
μουκώνω
[muˈkono]
Μαλακ.
Μεσν. ρ. μπουκώνω. Για τους τύπ. πουκώνω και μουκώνω πβ. βούκα, όπου και τύπ. μούκα, πούκα.
Πβ.
βούκα
1. Μπουκώνω
Γούρδ., Μαλακ.
2. Χορταίνω
Σινασσ.
:
|| Φρ.
Τον πούκωσα και δεν λαλεί
(Τον (έκανα να) χορτάσει και δεν μιλάει˙ για δωροδοκία υπαλλήλου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πβ.
ταγίζω :2