ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουκώνω (ρ.) μπουκώνω [buˈkono] Γούρδ. πουκώνω [puˈkono] Σινασσ. μουκώνω [muˈkono] Μαλακ. Μεσν. ρ. μπουκώνω. Για τους τύπ. πουκώνω και μουκώνω πβ. βούκα, όπου και τύπ. μούκα, πούκα. Πβ. βούκα
1. Μπουκώνω Γούρδ., Μαλακ.
2. Χορταίνω Σινασσ. : || Φρ. Τον πούκωσα και δεν λαλεί (Τον (έκανα να) χορτάσει και δεν μιλάει˙ για δωροδοκία υπαλλήλου) Σινασσ. -Αρχέλ. Πβ. ταγίζω :2