κιοτσέκος
(ουσ. ουδ.)
κιο̈τσ̑έκος
[cøˈtʃekos]
Αραβαν.
κοσ̑έκ
[koˈʃek]
Αξ., Μαλακ.
κοσ̑άκι
[koˈʃaci]
Φάρασ.
κοτσ̑έκ'
[koˈtʃek]
Φλογ.
Πληθ.
κοτσ̑εκόσ̑α
[kotʃeˈkoʃa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. köçek = το μικρό της καμήλας, όπου και διαλεκτ. τύπ. köşek.
Καμηλάκι
ό.π.τ.
:
Ναίκα γένν’σε, άμ-μα νε παιρί έπ’κε νε κορίσ̑’, μαναχό έπ’κε ένα κιο̈τσ̑έκος
(Η γυναίκα γέννησε, αλλά δεν έκανε ούτε αγόρι ούτε κορίτσι, μόνο έκανε ένα καμηλάκι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.