ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοτσέκος (ουσ. ουδ.) κιο̈τσ̑έκος [cøˈtʃekos] Αραβαν. κοσ̑έκ [koˈʃek] Αξ., Μαλακ. κοσ̑άκι [koˈʃaci] Φάρασ. κοτσ̑έκ' [koˈtʃek] Φλογ. Πληθ. κοτσ̑εκόσ̑α [kotʃeˈkoʃa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. köçek = το μικρό της καμήλας, όπου και διαλεκτ. τύπ. köşek.
Καμηλάκι ό.π.τ. : Ναίκα γένν’σε, άμ-μα νε παιρί έπ’κε νε κορίσ̑’, μαναχό έπ’κε ένα κιο̈τσ̑έκος (Η γυναίκα γέννησε, αλλά δεν έκανε ούτε αγόρι ούτε κορίτσι, μόνο έκανε ένα καμηλάκι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.