κιοτουλεντίζω
(ρ.)
κουτουλεdίζου
[kutuleˈdizu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. kötülemek = α) κακολογώ β) για ασθένεια, χειροτερεύω γ) ως διαλεκτ. σημ., φθἰνω.