γερονιάζω
(ρ.)
γερονιάζου
[ʝeroˈɲazu]
Μισθ.
γιορονιάζω
[ʝoroˈɲazo]
Αξ., Φλογ.
γιορονιάζου
[ʝoroˈɲazu]
Μισθ.
γερονιανίσ̑κου
[ʝeroɲaˈniʃku]
Μισθ.
γιορονιανίσ̑κου
[ʝoroɲaˈniʃku]
Μισθ.
Αόρ.
γερόνιασα
[ʝeˈroɲasa]
Μισθ.
γιορονιάσα
[ʝoroˈɲasa]
Φλογ.
Από το ουσ. γερόνι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Γερνάω, μεγαλώνω
ό.π.τ.
:
Χερά-χερά γερονιάζουμ'
(Σιγά σιγά γερνάμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γιορονιάσαν δα ναίτσις
(Γέρασαν οι γυναίκες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιορονιάεις, χαμπάρ' δέν του πήρις
(Γερνάς, χαμπάρι δεν το πήρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιορονιάεις, κυρά Μαρία, δα μαλλιά σπρισαν
(Γερνάς, κυρά Μαρία, τα μαλλιά σου άσπρισαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γερόνιασα πολύ
(Γέρασα πολύ)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Μάνα μ' γιορονιάσεν άλλο να σημαδευτώ να δοικηθώ
(H μάνα μου γέρασε πια, να αρραβωνιαστώ, να παντρευτώ)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Παροιμ.
Το λύκος 'φόν' γιορονιάζ', ούλα μεζελετούν το
(Ο λύκος όταν γεράσει όλοι, τον περιπαίζουν˙ όταν κάποιος χάσει την δύναμή του, τότε του επιτίθενται όλοι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γεράζω, κοτζαντώ