γεσιρλαντίζω
(ρ.)
γεσιρλανdίζου
[ʝesirlanˈdizu]
Μισθ.
Από την τουρκ. φρ. esir almak = πιάνω αιχμάλωτο ή από το ουσ. γεσίρ και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Αιχμαλωτίζω
:
Γεσιρλάντ'σ̑αμ' ντιτσ̑εννιά ονουμάτ'
(Αιχμαλωτίσαμε δεκαεννέα ανθρώπους)
Μισθ.
-Κοτσαν.