γετιστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
γετ͑ισ̑τι-έσιμα
[ʝetʰiʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. γετιστίζω, όπου και τύπ. γετισ̑τι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Φτάσιμο, πρόφτασμα
2. Ωρίμανση