τσουρούκικος
(επίθ.)
τσουρούκικος
[tsuˈrucikos]
Σινασσ.
Από το νεότ. επίθ. τζουρούκικος = λειψός, νοθευμένος (πβ. «ἄσπρα τζουρούκηκα» Παναγιωτόπουλος κ.ά. (2007-2009: Α΄, 11)), το οπ. από το επίθ. τσουρούκι και το παραγωγ. επιθμ. -ικος.