ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουρούκικος (επίθ.) τσουρούκικος [tsuˈrucikos] Σινασσ. Από το νεότ. επίθ. τζουρούκικος = λειψός, νοθευμένος (πβ. «ἄσπρα τζουρούκηκα» Παναγιωτόπουλος κ.ά. (2007-2009: Α΄, 11)), το οπ. από το επίθ. τσουρούκι και το παραγωγ. επιθμ. -ικος.
Ελλιπής, λειψός Σινασσ. Συνών. άσωστος :2, εξίκι, εξικλής, κιοτού, Αντίθ μπουτούν :1, όλος :2
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025