τσουρουκτουρντίζω
(ρ.)
τ͑σ̑ουρούκ͑τ͑ουρντίζω
[tʰʃurukhtʰurˈdizo]
Φάρασ.
Από το επίθ. τσουρούκι, όπου και τύπ. τ͑σ̑ουρούκι αναλογ. προς τις δάνειες δομές ρημάτων σε -τουρντίζω.
Κάνω κάτι να σαπίσει
Φάρασ.