ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουρούκι (επίθ.) τσ̑ουρούκι [tʃuˈruci] Φάρασ. τσ̑ϋρΰκ [tʃyˈryk] Αξ. τσ̑ιρίκ [tʃiˈrik] Αξ. τσ̑ουρούχ' [tʃuˈrux] Μισθ. Πληθ. τσ̑ουρούκε [tʃuˈruce] Φάρασ. τσ̑ουριούκια [tʃuˈrʝuca] Τροχ. τσιρίκια [tsiˈrica] Τελμ. Από το τουρκ. επίθ. çürük = σάπιος, σαθρός, ασθενής.
1. Σάπιος ό.π.τ.
2. Σαθρός ό.π.τ. : Χώστρας τα ταχτάδια είναι όλα τσ̑ουριούκια (Τα σανίδια του αργαλειού είναι όλα σαθρά) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Τσ̑ουρούκε έργατα μη φτέν’ (σαθρές δουλειές μην κάνεις˙ μην ασχολείσαι με έργο το οποίο δεν θα τελεσφορήσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Ασθενής, άρρωστος : || Παροιμ. Μάρτσ̑ης χωρίζ’ τα τα γερά με τα τσϋρΰκια (Ο Μάρτης χωρίζει τους υγιείς από τους άρρωστους˙ το έλεγαν για τους νέους που έρχονταν φυματικοί από την ξενιτειά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αστενάρης, χασταλούς :1, χαστάς :1