ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουρλίζω (ρ.) τσ̑ουρλίζω [tʃurˈlizo] Αξ. Από το ρ. κυλώ, όπου και τύπ. κυλίζω και τσυλώ, με ανάπτυξη [r] πριν το [l]
Μτβ., κάνω κάτι να κυλίσει, να τσουλήσει Αξ. : Φορτωμένο αμάξ̑’ μοναχό τ’ τσ̑ουρλίζ̑’ το (φορτωμένη άμαξα μόνος του τη τσουλάει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.