τσουρλίζω
(ρ.)
τσ̑ουρλίζω
[tʃurˈlizo]
Αξ.
Από το ρ. κυλώ, όπου και τύπ. κυλίζω και τσυλώ, με ανάπτυξη [r] πριν το [l]
Μτβ., κάνω κάτι να κυλίσει, να τσουλήσει
Αξ.
:
Φορτωμένο αμάξ̑’ μοναχό τ’ τσ̑ουρλίζ̑’ το
(φορτωμένη άμαξα μόνος του τη τσουλάει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.