τσουρουνμούς
(επίθ.)
τσ̑ουρουνμούς
[tʃurunˈmus]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. çürümüş = σάπιος, αποσυντεθειμένος.
Σάπιος
Μισθ.
:
Τσιουρουνμούς ξύλου
(σάπιο ξύλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.