τσουρουνμούς
(επίθ.)
τσ̑ουρουνμούς
[tʃurunˈmus]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. çürümüş = σάπιος, αποσυντεθειμένος.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025