τσούρα
(ουσ. θηλ.)
τσούρα
[ˈtsura]
Ανακ., Σινασσ.
Πληθ.
τσούρες
[ˈtsures]
Ανακ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. τσίρος.
1. Τσίρος
ό.π.τ.
2. Σκουμπρί
3. Αποξηραμένα ψάρια
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025