τσούρα
(ουσ. θηλ.)
τσούρα
[ˈtsura]
Σινασσ.
Πληθ.
τσούρες
[ˈtsures]
Ανακ.
Μεσν. ουσ. τσίρος.
Τσίρος, αποξηραμένο σκουμπρί
ό.π.τ.