τσουρμούκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουρμούκ
[tʃurˈmuk]
Αραβαν.
Από το τουρκ. çermik = ιαματική πηγή, όπου και διαλεκτ. τύπ. çörmük.
Θερμή ιαματική πηγή
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025