τσουρμούκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουρμούκ
[tʃurˈmuk]
Αραβαν.
Από το τουρκ. çermik = ιαματική πηγή, όπου και διαλεκτ. τύπ. çörmük (THADS, λ. çörmük II).
Θερμή ιαματική πηγή