ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουρφαλίχι (ουσ. ουδ.) τσουρφαλίχι [tsurfaˈliçi] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çulfalık = α) η δουλειά του υφαντή β) διαλεκτ., αργαλειός, όπου και διαλεκτ. τύπ. culfalık και çurfalık με εναλλαγή υγρών [l] > [r] (Acıpayamlı 1976: 45, 46).
Αργαλειός Φάρασ.