ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασταλούς (επίθ.) χασταλούς [xastaˈlus] Σινασσ. χασταλού [xastaˈlu] Ανακ., Αξ., Σινασσ. Πληθ. χασταλούδια [xastaˈluðʝa] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. hastalı = άρρωστος.
1. Άρρωστος ό.π.τ. : Πολύ σουχού είναι χασταλού (Είναι πολύ σοβαρά ο άρρωστος) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αστενάρης, τσουρούκι, χαστάς :1
2. Στον πληθ., τα κλαδιά που κλαδεύονται έτσι ώστε να δυναμώσουν τα υπόλοιπα Αξ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024