χασταλούς
(επίθ.)
χασταλούς
[xastaˈlus]
Σινασσ.
χασταλού
[xastaˈlu]
Ανακ., Αξ., Σινασσ.
Πληθ.
χασταλούδια
[xastaˈluðʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. hastalı = άρρωστος.
2. Στον πληθ., τα κλαδιά που κλαδεύονται έτσι ώστε να δυναμώσουν τα υπόλοιπα
Αξ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024