χασλαντίζω (II)
(ρ.)
χασ̑λαdίζω
[xaʃlaˈdizo]
Αξ., Τροχ.
Από το τουρκ. ρ. haşlamak = επιπλήττω (έντονα), κατσαδιάζω.
Δε μου αρέσει κάτι
Τροποποιήθηκε: 20/10/2025