χασίρι
(ουσ. ουδ.)
χασίρι
[xaˈsiri]
Σατ., Φάρασ.
χασίρ'
[xaˈsir]
Σινασσ., Φλογ.
Πληθ.
χασίρια
[xaˈsirʝa]
Ανακ.
χασ̑ίρ'
[xaˈʃir]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hasır (< αραβ.) = α) ψάθα β) ως επίθ., ψάθινος.
Ψάθα που στρωνόταν καταγής για την αντιμετώπιση της υγρασίας
ό.π.τ.
:
Ηύρεν το αρκαντάσ̑ι τ', κοιμότανε σο χασίρ' απάνω
(Βρήκε τον φίλο του, κοιμότανε πάνω στην ψάθα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Χώμα πατημένο τζ̑αι α χασίρι
(Χωμα πατημένος που είχε στρωμένη μιά ψάθα )
Σατ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Η Τζ̑ισάρα να καεί, χασίρι τζ̑ό 'χου μέσα
(H Καισάρεια και να καεί, ούτε ψάθα δεν έχω μέσα˙ Για όσους αδιαφορούν για τις ξένες συμφορές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.