χάσης
(επίθ.)
Ουδ.
χάσης
['xasis]
Φάρασ.
Ουδ.
χάσι
['xasi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. has = α) αγνός β) πραγματικός γ) άσπρος, καθαρός. Πβ. το διαλεκτ. ν.ε. χάσικος.
1. Καθαρός
2. Άσπρος
3. Γνήσιος