χάσης
(επίθ.)
Ουδ.
χάσης
['xasis]
Φάρασ.
Ουδ.
χάσι
['xasi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. has = α) αγνός β) πραγματικός γ) άσπρος, καθαρός. Πβ. το διαλεκτ. ν.ε. χάσικος.
1. Καθαρός
Συνών.
καθαρός :2, πάκι, Αντίθ
βρωμιάρης :1, γουνατζάχ :1, κιοτού :3
2. Άσπρος
3. Γνήσιος
Συνών.
πίσι
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025