ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασλαντίζω (ρ.) χασ̑λαdι̂́ζω [xaʃlaˈdɯzo] Αξ. χασ̑λατίζω [xaslaˈtizo] Μαλακ., Σινασσ. χασ̑λατίζω [xaʃlaˈtizo] Φάρασ. χασ̑λαdίζου [xaslaˈdizu] Μισθ. χασ̑λατώ [xaʃlaˈto] Φάρασ. Αόρ. χασ̑λάτ'σ̑α [xaʃˈlatʃa] Αξ., Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. haşlamak = α) βράζω β) ζεματίζω.
1. Βράζω Αξ., Σινασσ. : || Φρ. Ντε ντου χασ̑λαdίζου (Δεν τον βράζω˙ δεν τον συμπαθώ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βράζω :1, ζένω, χασεύω :1, ψήνω
2. Ζεματίζω Αξ., Μαλακ., Φάρασ. Συνών. χασεύω :1