χασλαντίζω
(ρ.)
χασ̑λαdι̂́ζω
[xaʃlaˈdɯzo]
Αξ.
χασ̑λατίζω
[xaslaˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ.
χασ̑λατίζω
[xaʃlaˈtizo]
Φάρασ.
χασ̑λαdίζου
[xaslaˈdizu]
Μισθ.
χασ̑λατώ
[xaʃlaˈto]
Φάρασ.
Αόρ.
χασ̑λάτ'σ̑α
[xaʃˈlatʃa]
Αξ., Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. haşlamak = α) βράζω β) ζεματίζω.