ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασμούμαι (ρ.) χασμούμαι [xaˈzmume] Ανακ. χασμιέμαι [xaˈzmɲeme] Αφσάρ., Μαλακ. χασμέζομαι [xazˈmezome] Δίλ. Εν. γ' χασμίζεται [xaˈzmizete] Δίλ. Αόρ. χασμήθα [xaˈzmiθa] Ανακ., Δίλ. χασμήστα [xaˈzmista] Μαλακ., Σινασσ. Από το αρχ. ρ. χασμάομαι-οῦμαι.Ο τύπ. χασμίζεται με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζομαι.
Χασμουριέμαι ό.π.τ. : Χασμήθηκ, ξέβη ψυσ̑ή τ’ (Χασμουρήθηκε, βγήκε η ψυχή του) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γκερντίζω :3, χασμουριούμαι