χασμούμαι
(ρ.)
χασμούμαι
[xaˈzmume]
Ανακ.
χασμιέμαι
[xaˈzmɲeme]
Αφσάρ., Μαλακ.
χασμέζομαι
[xazˈmezome]
Δίλ.
Εν. γ'
χασμίζεται
[xaˈzmizete]
Δίλ.
Αόρ.
χασμήθα
[xaˈzmiθa]
Ανακ., Δίλ.
χασμήστα
[xaˈzmista]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το αρχ. ρ. χασμάομαι-οῦμαι.Ο τύπ. χασμίζεται με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζομαι.
Χασμουριέμαι
ό.π.τ.
:
Χασμήθηκ, ξέβη ψυσ̑ή τ’
(Χασμουρήθηκε, βγήκε η ψυχή του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γκερντίζω :3, χασμουριούμαι