επιζωμιστήρι
(ουσ. ουδ.)
'πιζωμιστήρι
[pizomiˈstiri]
Σινασσ.
Από το ρ. επιζωμίζω και το παραγωγ. επίθμ. -τήρι.
Κανατάκι για ρίξιμο νερού στο φαγητό