λύχνος
(ουσ. αρσ.)
λυέχνος
[ˈʎexnos]
Φάρασ.
Από το αρχ. λύχνος με διφθογγισμό λόγω του παρακείμενου /l/ (Ανδριώτης 1948: 19, πβ. Dawkins 1916: 151).