ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λύχνος (ουσ. αρσ.) λυέχνος [ˈʎexnos] Φάρασ. Από το αρχ. λύχνος με διφθογγισμό λόγω του παρακείμενου /l/ (Ανδριώτης 1948: 19, πβ. Dawkins 1916: 151).
Λυχνάρι Φάρασ. Συνών. λυχνάρι, λυχνί, τσιρέκι
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024