λοχούσα
(ουσ. θηλ.)
λεχούσα
[leˈxusa]
Αραβ.
λιχούσα
[liˈxusa]
Σίλ.
λοχούσα
[loˈxusa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
λουχούσα
[luˈxusa]
Μαλακ., Μισθ.
'οχούσα
[oˈxusa]
Φάρασ.
λόχ'σα
[ˈloxsa]
Ανακ., Ουλαγ., Σίλ., Φερτάκ.
λόκ'σα
[ˈloksa]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. λεχούσα, (Λεξ. Σομ.), από το αρχ. ουσ. λεχώ και το παραγωγ. επίθμ. -ούσα. Κατά τον Κοραή Ἀτ. 4, 296, μτχ. του ρ. λοχέω-ῶ. Η λ. και τουρκ. υπό τους τύπ. lohusa, loğusa, lohsa, οπότε μερικοί τύπ. αντιδάν. Βλ. Μiklosich (1884, λ. loχusa), Symeonidis (1973: 183), Nişanyan (2020-2022, λ. loğusa). Οι τύπ. λεχούσα και λοχούσα και Πόντ.
1. Γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει, λεχώνα.
ό.π.τ.
:
Φύλακναν λοχούσα
(Πρόσεχαν την λεχώνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Λοχούσα ντε βγαίνιξιν ντου βριάυ όξου
(Η λεχώνα δεν έβγαινε το βράδυ έξω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σεράντα μέρες του λοχούσας το μνήμα έν' ανοιχτό
(Σαράντα μέρες είναι ανοιχτό το μνήμα της λεχώνας, δηλ. για τις πρώτες 40 μέρες μετά τον τοκετό κινδυνεύει να πεθάνει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Παίνιξαν σ' λοχούσα κουνdά, τσ̑άκουναν ντυό τρία οβγά, παίνιξαν ράναναν λουχούσα
(Πήγαιναν κοντά στην λεχώνα, έσπαζαν 2-3 αβγά, πήγαιναν έβλεπαν τη λεχώνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πόσα ΄οχούσες πεθάντσε!
(Πόσες λεχώνες πέθαναν!)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λόχ'σα μας ακούμη ρε σαράνdουσ̑ι
(Η λεχώνα μας ακόμα δεν σαράντισε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να πἀμ’ να γιοχλαΐσουμ’ το λόχ'σα
(Να πάμε να επισκεφθούμε τη λεχώνα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μαμούκα να είσεν κανένα η 'οχούσα καθόταν τρία ημέρας βραδυά σο σπίτι της 'οχούσας
(Η μαμμή, αν η λεχώνα δεν είχε κανένα, καθόταν τρία μερόχυχτα στο σπίτι της λεχώνας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αν πατήσ’ λοχούσα σ̑άνουν ζιάνια
(Αν βγει έξω η λεχώνα γίνονται ζημιές)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τ' λοχούσα πάτ’σεν ντο Άλης
(Τη λεχώνα την πάτησε ο Άλης˙ η λεχώνα έπαθε επιλόχειο πυρετό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Πήγε για μαμή κι ήρτε για λοχούσα
(Πήγε για μαμή κι ήρθε για λεχώνα˙ γι' αυτούς που βραδυπορούν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Την καθαρά Δευτέρα λοχούσα, και του Θωμά νύφ'
(Την καθαρά Δευτέρα λεχώνα και την Κυριακή του Θωμά νύφη˙ βλ. Πολίτης Παροιμ. Δ΄ 335. Ευχή καλοτυχίας, γιατί στην πρώτη περίπτωση γλυτώνουν την νηστεία και στην δεύτερη την εργασία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Λοχούσας το μορμόδ’ σεράντα μέρες ανοιχτό ’ναι
(Το μνήμα της λεχώνας είναι σαράντα μέρες ανοιχτό˙ οι πρώτες σαράντα μέρες μετά τον τοκετό είναι πολύ επικίνδυνες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
λεχώνα, νύφη :2
2. Λοχεία
Σίλ.
:
Στσ̑η λόκ'σα μου είχα ισ̑ά
(Κατά την περίοδο της λοχείας μου είχα πυρετό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.