λουλίζω
(ρ.)
λουλίζω
[luˈlizo]
Σινασσ.
βουλίζω
[vuˈlizo]
Φάρασ.
'ουλίζω
[uˈlizo]
Φάρασ.
Αόρ.
'ούλτσα
[ˈultsa]
Φάρασ.
Από το ουσ. λούλα (Ι) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. ποντιακό βρουλίζω = αναδίδω φλόγα (ΙΛΝΕ, λ. βρουλίζω). Αμφίβολη η άποψη του Καραποτόσογλου (1982: 204) ότι προέρχεται από το γαλλ. ρ. bruler.
1. Ανάβω φρύγανα και παράγω φλόγα
Σινασσ.
2. Αμτβ., φλέγομαι
Φάρασ.
:
’ούλτσαν τα σίχ̇ε και τα μακρέ του τα τσ̑άρε τζαι ’σου να γρέπ’, ’μπυρίστη
(Πήραν φωτιά οι πυκνές και μακριές του τρίχες και, ώσπου να δεις, παραδόθηκε στις φλόγες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.