ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λούλα (II) (ουσ. θηλ.) λούλα [ˈlula] Σίλ. Αγν. ετύμ. Πιθ. από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. loğlaz = α) είδος φασολιού (φρέσκο και ξηρό) β) μπιζέλι, όπου και τύπ. lolaz, löleş, lölez, löles, lölez (βλ. THADS, λ. loğlaz I). Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. ουσ. λόλα = μπιζέλι (Κύθνος).
Eίδος εδώδιμου λαχανικού, ίσως ρόκα ή λόλα : Έφαγα νιούγες λούλες (Έφαγα λίγες λούλες) Σίλ. -Κωστ.Σ.