λούλα (II)
(ουσ. θηλ.)
λούλα
[ˈlula]
Σίλ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. loğlaz = α) είδος φασολιού (φρέσκο και ξηρό) β) μπιζέλι, όπου και τύπ. lolaz, löleş, lölez, löles, lölez (βλ. THADS, λ. loğlaz I). Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. ουσ. λόλα = μπιζέλι (Κύθνος).
Eίδος εδώδιμου λαχανικού, ίσως ρόκα ή λόλα
:
Έφαγα νιούγες λούλες
(Έφαγα λίγες λούλες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.