πλύνημα
(ουσ. ουδ.)
πλύνημα
[ˈplinima]
Ουλαγ.
Από το θ. πλυν- με παραγωγ. επίθμ. -μα όπου και τύπ. -ημα.
Το πλύσιμο
Ουλαγ.