πνευματίζομαι
(ρ.)
πνευματίζουμαι
[pnevmaˈtizume]
Φερτάκ.
πλεματίζουμαι
[plemaˈtizume]
Φερτάκ.
Μεσν. ρ. πνευματίζομαι = δαιμονίζομαι. Μάλλον μη σχετιζόμενο το αρχ. ρ. πνευματίζω = φυσώ.
Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου στον πνευματικό