ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πνευματίζομαι (ρ.) πνευματίζουμαι [pnevmaˈtizume] Φερτάκ. πλεματίζουμαι [plemaˈtizume] Φερτάκ. Μεσν. ρ. πνευματίζομαι = δαιμονίζομαι. Μάλλον μη σχετιζόμενο το αρχ. ρ. πνευματίζω = φυσώ.
Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου στον πνευματικό
Τροποποιήθηκε: 29/10/2021