ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποδιά (ουσ. θηλ.) ποδιά [poðʝa] Ανακ., Σινασσ. ποτιά [poˈtça] Μισθ., Σίλ. ποριά [poˈrʝa] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. Από το μεσν. ουσ. ποδιά, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. ουσ. ποδέα.
1. Ποδιά ό.π.τ. : Μια ποριά σύκα (Μια ποδιά σύκα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Παναία μ’, εμείς σην ποδιά σου κι εσύ φύτρωσέ το (Παναγία μου, εμείς (ενν. ρίχνουμε τον σπόρο) στην ποδιά σου κι εσύ φύτρωσέ το˙ Ευχή των γεωργών, όταν άρχιζαν το όργωμα) Ανακ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή,
έχω και μιά σύζυγο νά 'την κι έρχεται
με δυό παιδιά στα χέρια κι άλλο στην ποδιά
(Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή, έχω και μιά σύζυγο νά 'την κι έρχεται
με δυό παιδιά στα χέρια κι άλλο στην ποδιά )
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. ετέκι, βλ. ιγκλίκι, Συνών. μπροστέλα :1, ντιζλίκα, πεσκίρι :2, πεσταμπάλι
2. Κράσπεδο ό.π.τ.