παράφτερο
(ουσ. ουδ.)
παράφτερο
[paˈraftero]
Αφσάρ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ.
πανάφτερο
[paˈnaftero]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ.
πανέφτερο
[paˈneftero]
Αξ.
πενέφτερο
[peˈneftero]
Αξ.
π'ράφτερο
[ˈpraftero]
Αραβαν.
πράφτο
[ˈprafto]
Φερτάκ.
Πληθ.
πανάφτιρα
[paˈnaftira]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. παράπτερον = επέκταση (κτίσματος), πλαϊνή πτέρυγα κτίσματος.
1. Κράσπεδο
Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ.
2. Άκρη μακριού φορέματος
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Πάτ'σες τα παράφτερά σ' και κοντύλ'σες κι έπεσες
(Πάτησες τις άκρες του φορέματός σου και σκόνταψες κι έπεσες)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Φόρεσκεν ένα εdερί και άνοιξέν το το πανάφτερο έτσι κι εγώ έδωσά το φασόλια το πανάφτερό του
(Φόραγε (ενν. ο Αγ. Χαράλαμπος) ένα αντερί και σήκωσε τις άκρες του κι εγώ έρριξα τα φασόλια στις άκρες του)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Και μί το πέρνανεν, σιτσ̑ιράσεν σου qοτζ̑ά qαριδιού σο παράφτερο ένα γιουνgά
(Και καθώς περνούσε, ένα πελεκούδι πετάχτηκε μέσα στη φούστα της γριάς γυναίκας)
Τελμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Γρέψε τσ̑αι πίσου· κάφτεται το παράφτερό σου
(Κοίτα και πίσω σου· καίγεται η άκρη του ρούχου σου˙ προτροπή να προσέχει κανείς τι συμβαινει γύρω του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Πρόποδες βουνού
Ανακ., Αραβαν., Τελμ.
:
Παίνισ̑κε ως Ελενίτσας τα π'ράφτερα και φέρισ̑κε ξ̑ύλα
(Πήγαινε μέχρι τους πρόποδες (του βουνού) της Ελενίτσας και έφερνε ξύλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.