ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραφόρτωμα (ρ.) παραφόρτουμα [paraˈfortuma] Μισθ. Πληθ. παραφoρτούματα [paraforˈtumata] Μισθ. Από το ρ. παραφορτώνω και το παραγωγ. επίθμ. - μα.
Στον πληθ., παραπονιάρικα τραγούδια που τραγουδούσε η νύφη πριν τον γάμο Μισθ. : Τα παραφορτούματα λέισ̑καν (έλεγε τα παραπονιάρικα τραγούδια) Μισθ. -Κωστ.Μ.