παραφόρτωμα
(ρ.)
παραφόρτουμα
[paraˈfortuma]
Μισθ.
Πληθ.
παραφoρτούματα
[paraforˈtumata]
Μισθ.
Από το ρ. παραφορτώνω και το παραγωγ. επίθμ. - μα.
Στον πληθ., παραπονιάρικα τραγούδια που τραγουδούσε η νύφη πριν τον γάμο
Μισθ.
:
Τα παραφορτούματα λέισ̑καν
(έλεγε τα παραπονιάρικα τραγούδια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.