ποιός
(αντων.)
ποίος
[ˈpios]
Φάρασ.
ποιός
[pços]
Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
ποιόνα
[ˈpçona]
Τροχ.
Ουδ.
ποιο
[pço]
Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
ποίου
[ʹpiu]
Τσουχούρ.
πο
[po]
Φάρασ.
μπος
[bos]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μπότσι
[ˈbotsi]
Αφσάρ.
Μεσν. αντων. ποιός (< αρχ. αντων. ποῖος = τί είδους).
1. Ποιός, ερωτηματική αντωνυμία με ονοματική χρήση
ό.π.τ.
:
Ποιός σας ποίκεν αβούτσ̑α;
(Ποιος σας έκανε έτσι;)
Φάρασ.
-Dawk.
Ετιά ποιός σε τα δώκεν;
(Αυτά ποιός σου τα έδωσε;)
Σίλατ.
-Dawk.
Tράνα, κόρισ' ποιόνα είν' τζιλφαdζή σ';
(Να σου πω, κορίτσι, ποιά είναι η υφάντρα σου;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Ποιόνα άμα χώσ' το το χέρι τ’ σο τσικί σο μελ’ να μη το γλύψ’;
(Άμα χώσει το χέρι του στο βάζο μέσα στο μέλι, ποιος δεν θα το γλύψει;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Ποιός, ερωτηματική αντωνυμία με επιθετική χρήση
ό.π.τ.
:
Βα, με ποιό χέρι σ’ με μπαίρεις, και με ποιό χέρι σ’ με τρώς;
(Μπαμπά, με ποιό χέρι σου με παίρνεις, και με ποιο χέρι σου με τρώς;)
Φλογ.
-Dawk.
Ντου κρέψιμου σ’ ποιό 'νι;
(Ποια είναι η απαίτησή σου;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑o πόρ'καν νά αγνατίσουν το ποίου το κορτσόκκου ένι 'ζ νύφης, ποίου του σ̑υλού, το ποίου της π'σέκας!
(Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιό κορίτσι είναι της γυναίκας, ποιό του σκύλου και ποιό της γάτας!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Αμή, σε ειπώ, αρνόβοσκε, εδώ Πορφύρη είδες;
Εδώ Πορφύρ' πολλά ενται, και ποιόν Πορφύρη θέλ'τε; (Για να σου πω, αρνοβοσκέ, είδες εδώ τον Πορφύρη;
Εδώ είναι πολλοί Πορφύρηδες, και ποιόν Πορφύρη θέλετε;) Τελμ. -Lag.
Εδώ Πορφύρ' πολλά ενται, και ποιόν Πορφύρη θέλ'τε; (Για να σου πω, αρνοβοσκέ, είδες εδώ τον Πορφύρη;
Εδώ είναι πολλοί Πορφύρηδες, και ποιόν Πορφύρη θέλετε;) Τελμ. -Lag.
Συνών.
τις