ντουρναλατίζω
(ρ.)
ντουρναλατσίζου
[durnalaˈtʃizu]
Σίλ.
ντουναλατσ̑ίζου
[dunalaˈtʃizu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. durulamak = ξεπλένω, όπου και διαλεκτ. τύπ. duralamak.
Ξεπλένω
:
Έβρασά τα, ξέβασά τα, ντουναλάτσ̑ισά τα δυό φορές
(Τα έβρασα, τα έβγαλα, τα ξέπλυνα δυό φορές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα ρούχα σε να τα ντουρναλατσ̑ίσου
(Τα ρούχα θα τα ξεπλύνω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γιακαντίζω, πλύνω