ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουρναλατίζω (ρ.) ντουρναλατσίζου [durnalaˈtʃizu] Σίλ. ντουναλατσ̑ίζου [dunalaˈtʃizu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. durulamak = ξεπλένω, όπου και διαλεκτ. τύπ. duralamak.
Ξεπλένω : Έβρασά τα, ξέβασά τα, ντουναλάτσ̑ισά τα δυό φορές (Τα έβρασα, τα έβγαλα, τα ξέπλυνα δυό φορές) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα ρούχα σε να τα ντουρναλατσ̑ίσου (Τα ρούχα θα τα ξεπλύνω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γιακαντίζω, πλύνω