ντουνιάς
(ουσ. αρσ.)
ντουνιάς
[duˈɲas]
Μισθ.
ντουνιά
[duˈɲa]
Αραβαν., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ.
τουνgιάς
[tuˈŋas]
Φάρασ.
τουνιά
[tuʹɲa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dünya.
1. Κόσμος
ό.π.τ.
:
Σ’ ιτό ντου ντουνιά ντου χουσμάτι σ’ να χωρεί
(Σ’ αυτόν τον κόσμο η τύχη σου να δουλεύει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ατό ντε ξέβη σου ντουνιά
(Αυτός δεν βγήκε στην κοινωνία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έκλουσα ούλου δου ντουνιά μι δου φορτηγό
(Γύρισα όλο τον κόσμο με το φορτηγό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Γκιοζελί ντουνιά
(Η όμορφη του κόσμου˙ πεντάμορφη)
Σίλ., Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντουνιά γκιουζελί
(Όμορφη του κόσμου˙ πεντάμορφη)
Μισθ., Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τουνιά κουζέλ
(Όμορφη του κόσμου˙ Μις Υφήλιος)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
2. Σύνολο, πλήθος ανθρώπων
Μισθ.
:
Τ’ Ἁι Βλασιού ντου πανα’ύρ’ σουρουβιόδαν ούλου ντουνιάς
(Στο πανηγύρι του Αγίου Βλασίου μαζευόταν όλος ο κόσμος)
Μισθ.
-Κοτσαν.