ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουνιάς (ουσ.) ντουνιά [duˈɲa] Αραβαν., κ.α., Ουλαγ., Τελμ. ντουνιάς [duˈɲas] Μισθ. τουνgιάς [tuˈŋas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dünya.
1. Κόσμος ό.π.τ. : || Φρ. Γκιοζελί ντουνιά (Η όμορφη του κόσμου˙ Πεντάμορφη) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Κοινωνία Μισθ. : Ατό ντε ξέβη σου ντουνιά (Αυτός δεν βγήκε στην κοινωνία ) Μισθ. -Κοτσαν.