ντουνιάς
(ουσ.)
ντουνιά
[duˈɲa]
Αραβαν., κ.α., Ουλαγ., Τελμ.
ντουνιάς
[duˈɲas]
Μισθ.
τουνgιάς
[tuˈŋas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dünya.
1. Κόσμος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γκιοζελί ντουνιά
(Η όμορφη του κόσμου˙ Πεντάμορφη)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Κοινωνία
Μισθ.
:
Ατό ντε ξέβη σου ντουνιά
(Αυτός δεν βγήκε στην κοινωνία )
Μισθ.
-Κοτσαν.