τουζντιέζω
(ρ.)
τουζντι-έζω
[tuzdiˈezo]
Φάρασ.
τουζντι-έω
[tuzdiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. düzmek (< παλ. τουρκ. tüz-) = α) τακτοποιώ, βάζω σε τάξη β) δημιουργώ γ) παλαιότ., επιδιορθώνω (Tietze 2016, λ. düz I), και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Τακτοποιώ
2. Επανορθώνω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Μάρτης τσ̑άρτης ξεγντειρένει, Άπρίλ' τουζντιέζει
(Μάρτης δάρτης γδέρνει, ο Απρίλης θεραπεύει, επιδιορθώνει˙ Για τα κρύα του Μαρτίου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τουζενετίζω