ντουντουκτσής
(ουσ. αρσ.)
ντουdουκτσής
[dudukˈtsis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. düdükçü = α) αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει σφυρίκτρες β) διαλεκτ., σαλπιγκτής.
Σαλπιγκτής
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025