αχνάρι
(ουσ. ουδ.)
αχνάρ'
[aˈxnar]
Αραβαν., Μισθ.
χνάρι
[ˈxnari]
Μισθ., Φάρασ.
χνάρ'
[xnar]
Μισθ., Τσαρικ.
χι̂νάρ'
[xɯˈnar]
Ανακ., Δίλ., Μισθ.
χουνάρ'
[xuˈnar]
Μισθ.
χινέρ'
[çiˈner]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. ἀχνάρι, το οπ. από μεσν. ἰχνάριον. Ο τύπ. χνάρι ήδη μεσν. με αποβ. άτονου αρκτ. φων. Οι τύπ. χινάρ' και χουνάρ' με ανάπτυξη [i] και [u] αντιστοίχως για διάσπαση του συμφωνικού συμπλ. [xn].
1. Ίχνος, αποτύπωμα ποδιού
ό.π.τ.
:
Αραΐζου για χουνάρια
(Ψάχνω για αχνάρια ζώου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μεν αφήνιτ' χνάρια σου χώμα
(Μην αφήνετε πατημασιές στο χώμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτά τσ̑είνdι ιντσανιού χι̂νάρια
(Αυτά είναι ίχνη ανθρώπου)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Πατώ ντα χνάρια τ'νι 'ντερά, τσαγά πουρπάιζαν τσι εκείνα
(Πατώ στα χνάρια τους τώρα, εδώ περπατούσαν κι εκείνοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Χινέρ' δεν έχ'
(Ίχνος δεν έχει˙ θρασύδειλος, δηλ. που όταν βρει τα δύσκολα, εξαφανίζεται γρήγορα χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Χνάρι μ’ απκάτ’
(Το χνάρι μου από κάτω˙ ο ταρσός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Χερ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς έσ' το νου σου σα πράματα
(Κάθε φορά που βλέπεις ίχνη λύκου, να έχεις το νου σου στα πρόβατα˙ Υπάρχουν πάντα κάποια σημάδια που μας προειδοποιούν για το κακό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ιζ, ιχνάδι, πάτημα :1, πατημιά, πατίχνα, πατιχνιά :1
2. Βήμα, δρασκελιά
Δίλ.
:
Τρία χι̂νάρια ήταν όλιος
(Ο ήλιος ήταν τρεις πήχες πάνω από τον ορίζοντα)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
ασκέλα, ασκελήμι, ασκελημιά, ασκέλισμα, σκέλι
3. H λ. και ως τοπων.
Τσαρικ.
:
Άι Γιώργη του χνάρ'
(Η πατημασιά του Άη-Γιώργη· τοποθεσία σε βράχο με πατημασιά αλόγου)
Τσαρικ.
-Καραλ.