ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχνάρι (ουσ. ουδ.) αχνάρ' [aˈxnar] Αραβαν., Μισθ. χνάρι [ˈxnari] Μισθ., Φάρασ. χνάρ' [xnar] Μισθ., Τσαρικ. χι̂νάρ' [xɯˈnar] Ανακ., Δίλ., Μισθ. χουνάρ' [xuˈnar] Μισθ. χινέρ' [çiˈner] Σινασσ. Νεότ. ουσ. ἀχνάρι, το οπ. από μεσν. ἰχνάριον. Ο τύπ. χνάρι ήδη μεσν. με αποβ. άτονου αρκτ. φων. Οι τύπ. χινάρ' και χουνάρ' με ανάπτυξη [i] και [u] αντιστοίχως για διάσπαση του συμφωνικού συμπλ. [xn].
1. Ίχνος, αποτύπωμα ποδιού ό.π.τ. : Αραΐζου για χουνάρια (Ψάχνω για αχνάρια ζώου) Μισθ. -Κοτσαν. Μεν αφήνιτ' χνάρια σου χώμα (Μην αφήνετε πατημασιές στο χώμα) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτά τσ̑είνdι ιντσανιού χι̂νάρια (Αυτά είναι ίχνη ανθρώπου) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Πατώ ντα χνάρια τ'νι 'ντερά, τσαγά πουρπάιζαν τσι εκείνα (Πατώ στα χνάρια τους τώρα, εδώ περπατούσαν κι εκείνοι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Χινέρ' δεν έχ' (Ίχνος δεν έχει˙ θρασύδειλος, δηλ. που όταν βρει τα δύσκολα, εξαφανίζεται γρήγορα χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του) Σινασσ. -Αρχέλ. Χνάρι μ’ απκάτ’ (Το χνάρι μου από κάτω˙ ο ταρσός) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Χερ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς έσ' το νου σου σα πράματα (Κάθε φορά που βλέπεις ίχνη λύκου, να έχεις το νου σου στα πρόβατα˙ Υπάρχουν πάντα κάποια σημάδια που μας προειδοποιούν για το κακό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ιζ, ιχνάδι, πάτημα :1, πατημιά, πατίχνα, πατιχνιά :1
2. Βήμα, δρασκελιά Δίλ. : Τρία χι̂νάρια ήταν όλιος (Ο ήλιος ήταν τρεις πήχες πάνω από τον ορίζοντα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. ασκέλα, ασκελήμι, ασκελημιά, ασκέλισμα, σκέλι
3. H λ. και ως τοπων. Τσαρικ. : Άι Γιώργη του χνάρ' (Η πατημασιά του Άη-Γιώργη· τοποθεσία σε βράχο με πατημασιά αλόγου) Τσαρικ. -Καραλ.