αχντουρντώ
(ρ.)
αχντουρντώ
[axdurˈdo]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. kaktırmak = κλοτσώ. Πβ. χαχτώ = κλοτσώ, από τουρκ. ρ. kakmak, όπου και τύπ. hahmak.
Κλοτσώ
Συνών.
λαχτίζω