ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πελέκι (II) πελέκι [peˈleci] Φερτάκ. Θηλ. πελέκισσα [peˈlecisa] Φερτάκ. Αγν. ετύμ. Ο Αλεκτορίδης (1883α: 501) θεωρεί βεβιασμένη την σύνδεσή του με το αρχ. ουσ. πάλληξ ( > παλληκάρι). Πιθανότερο από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. palak = α) μικρό ζώου (αρκούδας, σκύλου, αγελάδας, κουνελιού κτλ) ή νεοσσός β) παχουλό αγόρι.
Στις φρ. Πελέκι μ'! "Καημένε μου!» και Πελέκισσα μ'! "Καημένη μου!» Συνών. αγμάλωτος, ζαβαλλούς, ζαλίμης :3, καημένος, ντερτλούς :3, σεφίλι