ντερτλούς
(επίθ.)
ντερτλού
[dertˈlu]
Μαλακ.
ντερτλούς
[dertˈlus]
Σινασσ.
τερτ͑λούς
[terˈtʰlus]
Φάρασ.
τερτ͑λούσα
[tertʰˈlusa]
Φάρασ.
Πληθ.
ντερτλούδια
[dertʹluðʝa]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. dertli = α) πονεμένος, βασανισμένος β) άρρωστος.
2. Αρρωστιάρης
Μαλακ., Φάρασ.