ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερτλούς (επίθ.) ντερτλού [dertˈlu] Μαλακ. ντερτλούς [dertˈlus] Σινασσ. τερτ͑λούς [terˈtʰlus] Φάρασ. τερτ͑λούσα [tertʰˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. dertli = μερακλωμένος, παραπονεμένος.
1. Φιλάσθενος Μαλακ., Φάρασ.
2. Μερακλωμένος Μαλακ.
3. Ταλαιπωρημένος, ταλαίπωρος Σινασσ. Συνών. αγμάλωτος, ζαβαλλούς, ζαλίμης :3, καημένος, πελέκι, σεφίλι