ντερτλούς
(επίθ.)
ντερτλού
[dertˈlu]
Μαλακ.
ντερτλούς
[dertˈlus]
Σινασσ.
τερτ͑λούς
[terˈtʰlus]
Φάρασ.
τερτ͑λούσα
[tertʰˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. dertli = μερακλωμένος, παραπονεμένος.
1. Φιλάσθενος
Μαλακ., Φάρασ.
2. Μερακλωμένος
Μαλακ.
3. Ταλαιπωρημένος, ταλαίπωρος
Σινασσ.
Συνών.
αγμάλωτος, ζαβαλλούς, ζαλίμης :3, καημένος, πελέκι, σεφίλι