ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεστέ (ουσ. ουδ.) ντεστέ [deˈste] Ανακ., Σίλ., Σινασσ. Από το τουρκ. deste = χειρόβολο, δεμάτι. Πβ. και νεότ. τεστές = δεμάτι, και ποντ. τεστέ.
Χειρόβολο, δεμάτι ό.π.τ. : Ένα ντεστέ γέννημα (Ένα δεμάτι σιτάρι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025