ντεστέ
(ουσ. ουδ.)
ντεστέ
[deˈste]
Ανακ., Σίλ.
Από το τουρκ. deste = χειρόβολο, δεμάτι. Πβ. και νεότ. τεστές = δεμάτι, και ποντ. τεστέ.
Χειρόβολο, δεμάτι
ό.π.τ.
:
Ένα ντεστέ γέννημα
(Ένα δεμάτι σιτάρι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6